Του Κωστή Μπουντούρη
Αρχιτέκτονα - Μηχανικού Ε.Μ.Π
Ο Ναός του Τίμιου Προδρόμου ανήκει στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο. Στον τομέα της μορφολογίας το κτίσμα έχει στοιχεία όπως τα αετώματα των όψεων, οι παραστάδες και το αέτωμα από πωρόλιθο της κύριας εισόδου που προσιδιάζουν σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία.
Όσον αφορά την κατασκευή του κτηρίου, αυτή είναι ιδιαίτερα προσεγμένη. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από ημιλαξευτή λιθοδομή με ασβεστόλιθους σε συνδυασμό με πωρόλιθο. Ιδιαίτερα επεξεργασμένοι και λαξευμένοι λίθοι έχουν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των ανοιγμάτων, στην διαμόρφωση των γωνιών (αγκωνάρια), στην κλίμακα ανόδου της νότιας πλευράς και στο λίθινο γείσο. Η λίθινη προεξέχουσα βάση του καμπαναριού έχει κατασκευαστεί με ορθογωνικούς λαξευμένους δόμους τοπικής προέλευσης (μαύρος ασβεστόλιθος) ενώ για τις παραστάδες και το αέτωμα επάνω από την νότια είσοδο έχει χρησιμοποιηθεί πωρόλιθος. Διαθέτει επίσης μεταλλικούς ελκυστήρες στις γενέσεις των τόξων αλλά και κατά μήκος των λιθοδομών, καθώς και λίθινο δάπεδο στο εσωτερικό από ορθογώνιες λαξευτές πλάκες.
Εντύπωση προκαλεί η ακρίβεια της χάραξης και η άνεση με την οποία οι ημικυλινδρικοί θόλοι φέρουν έναν μεγάλου μεγέθους τρούλο, δεδομένου ότι ο τύπος της μονόκλιτης τρουλαίας βασιλικής απαντάται συνήθως σε μικρά κτίσματα. Στα περισσότερα μεταβυζαντινά ναύδρια ο τρούλος δεν έχει διάμετρο μεγαλύτερη από 2,5-3,0 μέτρα. Εδώ γίνεται προσπάθεια προσαρμογής του τύπου σε μεγαλύτερη κλίμακα (εσωτερική διάμετρος τρούλου=4,0 μ.) Αυτό οφείλεται στο έμπειρο συνεργείο που πιθανώς ήταν Λαγκαδιανοί.
Οι δύο καμάρες της εκκλησίας καλύπτονται με δίκλινη κεραμοσκεπή στέγη, η οποία προβάλλει τα αετώματά της στην ανατολική και δυτική πλευρά. Εγκάρσιες μικρές στέγες, έχουμε στην βόρεια και νότια πλευρά πάνω από τα τυφλά αψιδώματα που αντιστηρίζουν τον τρούλο. Έτσι η εκκλησία δίνει εξωτερικά την εντύπωση σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Ο τρούλος φέρεται από τέσσερα μεγάλα τόξα που στηρίζονται σε παραστάδες στους πλάγιους τοίχους. Το τύμπανό του εμφανίζεται εξωτερικά ως οκταγωνικό πρίσμα με ημισφαιρική κεραμοσκέπαστη στέγη. Λίθινο γείσο αποτελούμενο από δύο προεξέχουσες σειρές λαξευτών λίθων (η δεύτερη με καμπύλη διατομή) τρέχει κάτω από την στέγη του. Ανάλογα σχηματίζεται και το γείσο των υπόλοιπων στεγών αλλά με τρεις σειρές λίθων.
Το ξυλόγλυπτο εντυπωσιακό ξύλινο τέμπλο το οποίο σήμερα είναι επιζωγραφισμένο με χρυσό χρώμα είναι το αρχικό και χρονολογείται μαζί με την κατασκευή του ναού στο μέσον του 19ου αι.
Για την παλαιότερη ιστορία του μνημείου υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Σύμφωνα με εντοιχισμένη πλάκα κάτω από το αέτωμα της νότιας όψης ο ναός χρονολογείται το 1866 (1866 ΕΚΤΙΣΤΗ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ 8ΒΡΙΟΥ 22). Η λίθινη βάση του καμπαναριού που βρίσκεται σε επαφή με την νοτιοδυτική γωνία του κυρίως ναού, χρονολογείται με ανάλογο τρόπο στο 1876. Οι τέσσερις επιχρισμένοι πλινθόκτιστοι πεσσοί και ο τρουλίσκος στην απόληξη του σύγχρονου καμπαναριού είναι μεταγενέστερη προσθήκη στην θέση παλαιότερης λίθινης κατασκευής.
Σε αρχική φάση ο ναός χρησιμοποιήθηκε και ως κοιμητηριακός. Σήμερα ο περιβάλλων χώρος του προς νότια είναι διαμορφωμένος με λιθόστρωτο σε υπόστρωμα παλαιότερης διαμόρφωσης από σκυρόδεμα. Εξακολουθούν όμως να υφίστανται τα μνημεία θανόντων ιερέων του Ναού στα ανατολικά της κόγχης του ιερού.
Ο νάρθηκας του ναού αποτελεί νεότερη προσθήκη του έτους 1991 ενώ οι διαμορφώσεις στον περιβάλλοντα χώρο (κλίμακες και θυρώματα εισόδου) ολοκληρώθηκαν το 1999. Η αγιογράφηση στο εσωτερικό του ναού ολοκληρώθηκε το 2014
Ο ναός έχει χαρακτηριστεί ως νεότερο μνημείο με την υπ. αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/61779/1.8.2005 απόφαση.